lynx   »   [go: up one dir, main page]

Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο



ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ

Από το 1952 το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) μεριμνά για την τήρηση και την ορθή εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στα κράτη μέλη. Στη μακρά πορεία του το Δικαστήριο εξέδωσε αποφάσεις οι οποίες έχουν ενισχύσει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, απονέμοντας παράλληλα στους πολίτες και, ειδικότερα, στους καταναλωτές διαρκώς πιο διευρυμένα δικαιώματα. Στις σελίδες που ακολουθούν παρουσιάζονται ορισμένες αποφάσεις σταθμοί του Δικαστηρίου, ομαδοποιημένες ανά θέμα. Σε καθεμιά από τις υποθέσεις που παρουσιάζονται στο παρόν φυλλάδιο το Δικαστήριο δεν δημιούργησε το ίδιο τα δικαιώματα για τα οποία γίνεται λόγος, αλλάαναγνώρισε την ύπαρξήτους Ήτααποσαφήνισε ερμηνεύοντας τους κανονισμούς Ή τις οδηγίες της Ένωσης.

ΤΑ ΤΡΟΦΙΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΤΑ

Ή διατροφή αποτελεί σήμερα μια από τις κύριες πηγές ανησυχίας των καταναλωτών, οι οποίοι επιθυμούν να ενημερώνονται σωστά για τα τρόφιμα και τα ποτά που αγοράζουν και αποδίδουν ολοένα μεγαλύτερη προσοχή στην ισορροπημένη υγεία.

Οι ενδείξεις που αναγράφονται στις συσκευασίες

Το 2015 το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι οι πληροφορίες που παρέχονται στους καταναλωτές πρέπει να είναι ακριβείς, ουδέτερες και αντικειμενικές. Όταν η συσκευασία προϊόντος υπονοεί την παρουσία συστατικού το οποίο στην πραγματικότητα δεν περιέχεται στο προϊόν, ο αγοραστής ενδέχεται να παραπλανηθεί ακόμη και αν ο κατάλογος των συστατικών είναι ακριβής. Αυτό συνέβαινε στην περίπτωση αφεψήματος φρούτων του οποίου η συσκευασία απεικόνιζε σμέουρα και άνθη βανίλιας, ενώ το αφέψημα δεν περιείχε κανένα φυσικό συστατικό αυτών των φρούτων (απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, Teekanne, C-195/14).

Εξάλλου, η περιεκτικότητα σε νάτριο η οποία αναγράφεται στη συσκευασία των φυσικών μεταλλικών νερών πρέπει να αποτυπώνει τη συνολική ποσότητα νατρίου, ανεξαρτήτως της μορφής του (επιτραπέζιου αλατιού και όξινου ανθρακικού νατρίου). Πράγματι, ο καταναλωτής θα μπορούσε να παραπλανηθεί στην περίπτωση κατά την οποία ένα νερό παρουσιαζόταν ως χαμηλής περιεκτικότητας σε νάτριο, ενώ είναι πλούσιο σε όξινο ανθρακικό νάτριο (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Neptune Distribution, C-157/14).

Οι ισχυρισμοί υγείας και οι ονομασίες

Το 2017 το Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δικαιολογημένα είχε αρνηθεί να εγκρίνει τη χρήση ορισμένων ισχυρισμών υγείας για την εμπορία της γλυκόζης, όπως οι ισχυρισμοί «Η γλυκόζη συμβάλλει στη φυσιολογική λειτουργία των μεταβολικών διεργασιών που αποσκοπούν στην παραγωγή ενέργειας» ή «Η γλυκόζη στηρίζει τη φυσιολογική σωματική δραστηριότητα». Τέτοιοι ισχυρισμοί ενθαρρύνουν την κατανάλωση σακχάρων, ενώ μια τέτοια ενθάρρυνση δεν συμβιβάζεται με τις γενικώς αποδεκτές αρχές της διατροφής και της υγείας (απόφαση της 8ης Ιουνίου 2017, Dextro Energy κατά Επιτροπής, C-296/16 P).

Εξάλλου, τα αμιγώς φυτικά προϊόντα δεν μπορούν, κατ' αρχήν, να διατίθενται στην αγορά με ονομασίες οι οποίες επιτρέπονται αποκλειστικώς για προϊόντα ζωικής προέλευσης όπως «γάλα», «κρέμα γάλακτος», «βούτυρο», «τυρί» ή «γιαούρτι». Επομένως, μια επιχείρηση δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τις ονομασίες «γάλα σόγιας», «βούτυρο από τόφου» ή «φυτικό τυρί»· η νομοθεσία της Ένωσης προβλέπει βεβαίως ορισμένες εξαιρέσεις, όπως για την «κρέμα ρυζιού» (απόφαση της 14ης Ιουνίου 2017, Tofu Town.com, C-422/16).

 

ΟΙ ΑΘΕΜΙΤΕΣ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ

Το δίκαιο της Ένωσηςαπαγορεύειτιςαθέμιτες, παραπλανητικές και επιθετικές εμπορικές πρακτικές οι οποίες μπορούν να στρεβλώσουν την οικονομική συμπεριφορά των καταναλωτών. Επί του θέματος αυτού το Δικαστήριο έχει αναπτύξει πλούσια νομολογία, ορισμένα παραδείγματα της οποίας παρατίθενται παρακάτω.

Οι προσφορές που συνοδεύονται με δώρα

Τα κράτημέληδενμπορούννα απαγορεύουνκατά τρόποαπόλυτοτις συνοδευόμενες με δώρα προσφορές που προτείνονται από πωλητή σε καταναλωτή (όπως π.χ. στην περίπτωση πρατηρίου καυσίμων το οποίο προσφέρει δωρεάν οδική βοήθεια τριών εβδομάδων για κάθε αγορά τουλάχιστον 25 λίτρων καυσίμων). Συγκεκριμένα, οι συνοδευόμενες με δώρα προσφορές δεν μπορούν να θεωρούνται υπό όλες τις περιστάσεις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, VTB-VAB και Galatea, C-261/07 και C-299/07).

Η συνοδευόμενη με δώρα προσφορά που συνίσταται στην πώληση υπολογιστή εξοπλισμένου με προεγκατεστημένα λογισμικά δεν συνιστά, αυτή καθ' εαυτήν, αθέμιτη εμπορική πρακτική. Εξάλλου, η μη αναγραφή της τιμής καθενός από τα προεγκατεστημένα λογισμικά δεν θεωρείται παραπλανητική εμπορική πρακτική, καθώς η τιμή των διαφόρων λογισμικών δεν συνιστά ουσιώδη πληροφορία για τον καταναλωτή (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, Deroo-Blanquart, C-310/15).

Οι επιθετικές και παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές

Απαγορεύονται οι επιθετικές πρακτικές των επαγγελματιών οι οποίες δημιουργούν στον καταναλωτή την ψευδή εντύπωση ότι έχει κερδίσει έπαθλο, ενώ, στην πραγματικότητα, αυτός πρέπει να επιβαρυνθεί με κάποιο κόστος προκειμένου να το αποκτήσει. Αυτό συμβαίνει ιδίως στην περίπτωση διαφημίσεων οι οποίες δημιουργούν στον αποδέκτη τους την πεποίθηση ότι έχει κερδίσει κρουαζιέρα, ενώ, προκειμένου να λάβει το έπαθλο αυτό, ο καταναλωτής καλείται να πληρώσει την ασφάλιση και συμπληρωματικό ποσό για καμπίνα καθώς και να καταβάλει, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, έξοδα διατροφής και ποτών, καθώς και λιμενικά τέλη (απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2012, Purely Creative, C-428/11).

Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές μπορούν να καταλογίζονται ακόμη και σε ταμεία υγείας του συστήματος υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης. Έτσι, συντρέχει περίπτωση παραπλανητικής πρακτικής όταν ταμείο ασφάλισης υγείας επισημαίνει στους ασφαλισμένους του ότι η υπαγωγή τους σε άλλο ταμείο θα συνεπαγόταν για αυτούς οικονομικά μειονεκτήματα (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs, C-59/12).

Τέλος, το κόστος κλήσης προς τηλεφωνικό αριθμό εξυπηρέτησης μετά την πώληση δεν πρέπει να υπερβαίνει το κόστος μιας συνήθους κλήσης, διότι σε αντίθετη περίπτωση θα πρόκειται για αθέμιτη εμπορική πρακτική (απόφαση της 2ας Μαρτίου 2017, Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs Frankfurt am Main, C-568/15).

Η ΠΩΛΗΣΗ ΔΙ’ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑΣ

Με την έλευση της ψηφιακής εποχής οι πωλήσεις δι' αλληλογραφίας έχουν καταστεί συνήθης μορφή συναλλαγής. Το Δικαστήριο έχει κατ' επανάληψη αποσαφηνίσει τα δικαιώματα των καταναλωτών στο πλαίσιο τέτοιων συμβάσεων πώλησης.

Τα έξοδα αποστολής των εμπορευμάτων δεν πρέπει να επιβαρύνουν τον καταναλωτή όταν αυτός κάνει χρήση του δικαιώματος υπαναχώρησης (δικαιώματος που πρέπει να ασκείται εντός ελάχιστης προθεσμίας επτά εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία της πώλησης). Αντιθέτως, τα έξοδα επιστροφής μπορούν να επιβαρύνουν τον καταναλωτή (απόφαση της 15ης Απριλίου 2010, Heinrich Heine, C-511/08).

Εξάλλου, ο καταναλωτής που ασκεί το δικαίωμα υπαναχώρησης δεν υποχρεούται να αποζημιώσει τον πωλητή για τη χρήση του αγαθού, εκτός εάν χρησιμοποίησε το αγαθό αυτό κατά τρόπο μη εύλογο. Πράγματι, η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος υπαναχώρησης θα διακυβευόταν εάν ο καταναλωτής όφειλε να καταβάλει αποζημίωση για τον λόγο και μόνον ότι εξέτασε και δοκίμασε το αγαθό που αγόρασε δι' αλληλογραφίας (απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Pia Messner, C-489/07).

ΤΑ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ

Το Δικαστήριο είχε επίσης την ευκαιρία να αποσαφηνίσει τα δικαιώματα που έχουν οι καταναλωτές στην περίπτωση κατά την οποία αυτοί ισχυρίζονται ότι το προϊόν που τους παραδόθηκε εμφανίζει ελάττωμα.

Το 2015 το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι τα ελαττώματα που εμφανίζονται εντός έξι μηνών από την παράδοση του αγαθού τεκμαίρεται ότι υπήρχαν κατά τον χρόνο της παράδοσης. Επομένως, ο καταναλωτής οφείλει μεν να αποδείξει την ύπαρξη του ελαττώματος και την εμφάνισή του εντός έξι μηνών, δεν οφείλει όμως να αποδείξει την αιτία του ελαττώματος ή ότι η αιτία αυτή μπορεί να καταλογιστεί στον πωλητή (απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, Froujke Faber, C-497/13).

Σε περίπτωση αντικατάστασης ελαττωματικού προϊόντος, ο καταναλωτής δεν υποχρεούται να αποζημιώσει τον πωλητή για τη χρήση του ελαττωματικού αγαθού στην οποία προέβη (απόφαση της 17ης Απριλίου 2008, Quelle, C-404/06). Εξάλλου, ο πωλητής υποχρεούται να απομακρύνει το ελαττωματικό αγαθό και να εγκαταστήσει το νέο, απαλλαγμένο ελαττωμάτων, αγαθό ή να επιβαρυνθεί με τα έξοδα που απαιτούνται για τις ενέργειες αυτές (απόφαση της 16ης Ιουνίου 2011, Gebr. Weber και Putz, C-65/09 και C-87/09).

Τέλος, ελλείψει ομοφωνίας στην επιστημονική κοινότητα, το ελάττωμα ενός εμβολίου και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του εμβολίου αυτού και μιας ασθένειας μπορούν να αποδειχθούν με δέσμη σοβαρών, ακριβών και συγκλινουσών ενδείξεων, όπως η χρονική εγγύτητα μεταξύ της χορήγησης του εμβολίου και της εκδήλωσης της ασθένειας, η έλλειψη προσωπικού και οικογενειακού ιστορικού του εμβολιασθέντος, καθώς και η ύπαρξη σημαντικού αριθμού καταγεγραμμένων περιπτώσεων (απόφαση της 21ης Ιουνίου 2017, W κ.λπ., C-621/15).

ΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ

Οι ασφαλιστικές συμβάσεις έχουν καταστεί σήμερα απαραίτητες. Πρόκειται για μια ακόμη περίπτωση στην οποία το Δικαστήριο κλήθηκε να αποσαφηνίσει τους σχετικούς κανόνες.

Το 2011 το Δικαστήριο έκρινε ότι η συνεκτίμηση του φύλου του ασφαλισμένου ως παράγοντα κινδύνου στις ασφαλιστικές συμβάσεις συνιστά διάκριση. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο από τις 21 Δεκεμβρίου 2012 ισχύουν στην Ένωση ενιαία ασφάλιστρα και ασφαλιστικές παροχές, ανεξαρτήτως φύλου (απόφαση της 1ης Μαρτίου 2011, Association belge des consommateurs Test-Achats κ.λπ., C-236/09).

Στην ασφαλιστική σύμβαση πρέπει να εκτίθεται κατά τρόπο διαφανή, ακριβή και εύληπτο η λειτουργία του μηχανισμού ασφάλισης, έτσι ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να αξιολογήσει τις οικονομικές συνέπειες της σύμβασης αυτής (απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, Jean-Claude Van Hove, C-96/14).

Τέλος, οι πωλητές αεροπορικών ταξιδιών δεν έχουν το δικαίωμα να ενσωματώνουν εκ των προτέρων στην τιμή του εισιτηρίου το κόστος της ασφάλισης για τυχόν «ακύρωση του αεροπορικού ταξιδιού». Μια τέτοια ασφάλιση αποτελεί πρόσθετη προαιρετική επιλογή η οποία πρέπει να γνωστοποιείται με σαφήνεια κατά την έναρξη της διαδικασίας κράτησης, ενώ η αποδοχή της από τον αγοραστή πρέπει να προκύπτει από ρητή ενεργητική συναίνεσή του (απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, ebooker.com Deutschland, C-112/11).

ΟΙ ΚΑΤ’ ΟΙΚΟΝ ΠΩΛΗΣΕΙΣ

Το δίκαιο της Ένωσης προστατεύει επίσης τα δικαιώματα των καταναλωτών οι οποίοι συνάπτουν συμβάσεις στο πλαίσιο κατ' οίκον πωλήσεων. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να εκδικάσει διάφορες υποθέσεις στον τομέα αυτόν, ιδίως υποθέσεις σχετικές με το δικαίωμα κάθε καταναλωτή να υπαναχωρεί από τη σύμβαση εντός επτά ημερών από τη σύναψή της.

Ο καταναλωτής που συνάπτει σύμβαση δανείου στο πλαίσιο κατ' οίκον πώλησης δεν χάνει το δικαίωμα υπαναχώρησης εάν δεν είχε ενημερωθεί για την ύπαρξη του δικαιώματος αυτού. Έτσι, ένας καταναλωτής που πληροφορείται μετά από πέντε έτη ότι διέθετε δικαίωμα υπαναχώρησης, ενώ η τράπεζα δεν τον είχε ενημερώσει σχετικά κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα αυτό (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2001, Heininger, C-481/99).

Στο ίδιο πνεύμα, όταν μια τράπεζα δεν έχει ενημερώσει τον καταναλωτή για το δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση δανείου η οποία έχει συναφθεί στο πλαίσιο κατ' οίκον πώλησης, η τράπεζα αυτή οφείλει να φέρει τους κινδύνους που ενέχει το συγκεκριμένο μοντέλο χρηματοδότησης (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, Schulte, C-350/03 και C-229/04).

ΟΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΕΣ ΡΗΤΡΕΣ

Δυνάμει οδηγίας του δικαίου της Ένωσης, οι καταναλωτές δεν δεσμεύονται από τις καταχρηστικές ρήτρες που περιλαμβάνονται σε σύμβαση η οποία έχει συναφθεί με επαγγελματία. Το Δικαστήριο, το οποίο επιλήφθηκε πολυάριθμων υποθέσεων στον τομέα αυτόν, προσδιόρισε την εμβέλεια των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας.

Το Δικαστήριο διευκρίνισε καταρχάς ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τυχόν καταχρηστικότητα συμβατικής ρήτρας. Ο κανόνας αυτός, ο οποίος εφαρμόζεται και στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, δεν επιτρέπει στον δικαστή να αναθεωρεί το περιεχόμενο της ρήτρας· ο δικαστής οφείλει απλώς να αφήνει τη ρήτρα ανεφάρμοστη (αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2009, Pannon GSM, C-243/08· της 21ης Απριλίου 2016, Radlinger και Radlingerová, C-377/14· της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito, C-618/10).

Εξάλλου, δεν είναι δυνατός ο περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της ακυρότητας ρητρών «κατώτατου επιτοκίου» (ρητρών που υποχρεώνουν τον κατανα λωτή να καταβά λει τόκους των οποίων το επιτόκιο δεν μπορεί να υποχωρήσει κάτω από ελάχιστο όριο) οι οποίες περιέχονται στις συμβάσεις ενυπόθηκου δανείου που συνάπτονται με καταναλωτές (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo, C-154/15, C-307/15 και C-308/15). Τέλος, όταν ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα χορηγεί δάνειο σε ξένο νόμισμα, οφείλει να παρέχει στον δανειολήπτη επαρκή πληροφόρηση ώστε αυτός να είναι σε θέση να λάβει συνετή και εμπεριστατωμένη απόφαση (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Andriciuc κ.λπ., C-186/16).

Лучший частный хостинг